αργεμώνη

αργεμώνη
η (Α ἀργεμώνη)
αγριοπαπαρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αργεμώνη χρησιμοποιήθηκε κατά τον Διοσκουρίδη ως φάρμακο κατά της αρρώστιας άργεμος*, αλλά δεν είναι βέβαιο αν πήρε από αυτό την ονομασία του. Δεν αποκλείεται ακόμη να προέρχεται από δάνεια (ξένη) λέξη, παρετυμολογικά μεταπλασμένη. Η ερμηνεία της λ. από το εβρ. 'argāmān «κόκκινη βαφή» είναι σημασιολογικά ελάχιστα ικανοποιητική. Τέλος, η λ. αργεμώνη ανήκει σε ομάδα λέξεων που σχηματίζονται με το επίθημα -ώνη και δηλώνουν ονόματα φυτών (πρβλ. ανεμώνη, ιασιώνη κ.ά.). Η προέλευση των λέξεων αυτών παραμένει αβέβαιη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀργεμώνη — Papaver Argemone fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργεμώνην — ἀργεμώνη Papaver Argemone fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργεμώνης — ἀργεμώνη Papaver Argemone fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • argemone — (del lat. «argemōne», del gr. «argemṓnē»; Argemone mexicana) f. Se aplica a las plantas de un género americano de papaveráceas que se cultivan también en Europa para adorno y como medicinales. ≃ Chicalote. * * * argemone. (Del lat. argemōne, y… …   Enciclopedia Universal

  • ομόνοια — I Μυθολογική θεότητα, κόρη του Δία και της θέμιδας ή της Πραξιδίκης, και αδελφή της Αρετής. Ήταν η προσωποποίηση της ομόνοιας των πολιτών. Στην Ολυμπία υπήρχε βωμός της από όπου οι γαμπροί έπαιρναν τις νύφες και τις οδηγούσαν στο σπίτι τους.… …   Dictionary of Greek

  • σαρκόκολλα — η / σαρκοκόλλα, ΝΑ φυτικό κόμμι, το οποίο ονομάστηκε έτσι από την ιδιότητά του να θεραπεύει, να επουλώνει τις πληγές αρχ. το φυτό αργεμώνη, η αγριοπαπαρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κόλλα. Την λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • argemone — (Del lat. argemōne, y este del gr. ἀργεμώνη). f. Planta anual de la familia de las Papaveráceas, de tallo ramoso, hojas dentadas y espinosas y semilla en cápsula ovoide. Se cultiva en Europa como planta de adorno y se emplea en medicina …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”